- μαίσων
- μαίσων, -ωνος, ὁ (Α)1. ο μάγειρος που είχε γεννηθεί στην Αθήνα («ἐκάλουν δ' οἱ παλαιοὶ τὸν μὲν πολιτικὸν μάγειρον Μαίσωνα, τὸν δ' ἐκτόπιον Τέττιγα», Αθήν.)2. (στην κωμωδία) κωμικό προσωπείο μαγείρου ή ναύτη3. ως κύριο όν. ὁ Μαίσωνόνομα ενός ηθοποιού («ἀγνοῶν ὅτι Μαίσων γέγονε κωμῳδίας ὑποκριτὴς Μεγαρεὺς τὸ γένος, ὃς καὶ τὸ προσωπεῑον εὗρε τὸ ἀπ' αὐτοῡ καλούμενον μαίσωνα», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η υπόθεση ότι η λ. παράγεται από το μασάομαι «μασώ» δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.